- ορθός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», Σοφ.)5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)7. φρ. «ορθός λόγος»i) η σωστή σκέψηii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο τής αλήθειας, ο ορθολογισμόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ορθόα) το λογικό, το πρέπον, το σωστόβ) η τελική μοίρα τού κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο| (μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) ορθόδοξος στην πίστη τουαρχ.1. γνήσιος, πραγματικός, αληθινός («ὀρθὴ μανία», Αιλ.)2. ασφαλής3. (για πρόσ.) ευσταθής, σταθερός, μεγαλόφρων («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», Πλάτ.)4. ανήσυχος, ανάστατος, ταραγμένος για κάτι («ὀρθὴ ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῑς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρθή(ενν. πτώσις) η ονομαστική6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρθόνη δικαιοσύνη7. φρ. α) «ὀρθᾷ χερί» — κατευθείαν, αμέσωςβ) «ὀρθὸν οὖς ἵστημι» — ακούω με προσοχήγ) «κατ' ὀρθόν» — ορθώςδ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή κατεύθυνση, στον καλό τον δρόμοε) «ὀρθὸς τόνος» — πλήρης τόνος, σε αντιδιαστολή προς τον τόνο τών εγκλιτικώνστ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα.επίρρ...ορθώς και ορθά (ΑΜ ὀρθῶς)1. σε ορθή στάση, όρθια («τοῑς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῑται τὸ σῶμα ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», Αριστοτ.)2. όπως πρέπει, σωστά (α. «δεν απάντησε ορθά στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», Σοφ.)αρχ.1. πράγματι, όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», Πλάτ.)2. δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀρθός (< *FορθFός) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *werdh- / wredh- «μεγαλώνω, ανεβαίνω, ψηλός» (πρβλ. αρχ. ινδ. ūrdhva- «ίσιος, ψηλός»). Την ύπαρξη αρκτικού -F- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο Fορθαγόρας, τα λακων. Fορθασία, Fορθεία (βλ. λ. Ορθεία) και η γλώσσα τού Ησύχ. βορσόνσταυρόν. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθ., το επίθ. ορθός δεν εμφανίζει αρκτικό -F- και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμι* «κινώ, σηκώνω». Αυτή η άποψη στηρίζεται στην απουσία -F- στο μυκηναϊκό otwoweo, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με ὀρθF-ώFεος (πρβλ. ους). Ωστόσο, η απουσία -F- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική αποβολή. Η οικογένεια τού επιθ. ὀρθός από την αρχική σημ. «ίσιος, κάθετος» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «σωστός, τίμιος, αληθής, δίκαιος».ΠΑΡ. όρθιος, ορθότητα(-της), ορθώνω(-ώ)αρχ.ορθάδιος, ορθεύω, ορθηλός, ορθηρός, ορθοσύνηνεοελλ.ορθίς, ορθίτης.ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ορθ[ο]-). (Β' συνθετικό) αρχ. άνορθος, έξορθος, κάτορθος, πάρορθος, ύπορθοςνεοελλ.ολόρθος].
Dictionary of Greek. 2013.